- ὀξύμαλον
- ὀξῠ-μᾱλον Περσικόν, τό, [dialect] Lacon. for κοκκύμηλον Περσικόν,A peach, Prunus persica, Ar.Byz. ap. Ath.3.83a, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξύμαλον — ὀξύμαλον και ὀξύμηλον, τὸ (Α) φρ. «ὀξύμαλον Περσικόν» (στη Λακωνία) ονομασία τού δαμάσκηνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μᾱλον / μῆλον] … Dictionary of Greek
ὀξύμαλα — ὀξύμαλον peach neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οξύμηλον — ὀξύμηλον, τὸ (Α) βλ. οξύμαλον … Dictionary of Greek